1.1. Ο αρχιμουσικός των σκακιστικών αγώνων
Σύμφωνα με το άρθρο 16 (σήμερα, άρθρο 13) των Κανόνων της FIDE για το σκάκι, ο διαιτητής (που πολύ συχνά είναι κι ο διευθυντής των αγώνων) έχει την ευθύνη της επίβλεψης της τήρησης των Κανονισμών του παιχνιδιού και μεριμνάει για ολόκληρη τη διεξαγωγή ενός τουρνουά. Πρέπει να αποφασίζει – και να εκτελεί τις αποφάσεις του, συχνά μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Η παρουσία – ή η απουσία του – μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην επίλυση κάποιας παρεξήγησης γύρω από τον τρόπο εφαρμογής του ενός ή του άλλου Κανόνα.Για το λόγο αυτό, σε κάθε τουρνουά, μικρό ή μεγάλο, μέσα σε συλλογικά πλαίσια ή σε διεθνές επίπεδο – η ευθύνη κι η σημασία της παρουσίας του διαιτητή/διευθυντή είναι μεγάλη. Φυσικά, είναι εξίσου μεγάλη η υπευθυνότητα που πρέπει να τον χαρακτηρίζει.
1.2. Παραβάσεις, παρατυπίες – κι αγωνιστική τακτική
Πέρα από τους Κανόνες της FIDE και τους διάφορους διεθνείς και εθνικούς κανονισμούς ένας διαιτητής βρίσκεται συχνά μπροστά σε καταστάσεις απρόβλεπτες από το Νομοθέτη, όπως αυτές που παραθέτουμε πιο κάτω – με σχετικά σχόλια.1.2.1. Παραβάσεις των διεθνών κανονισμών
Οι πιο συνηθισμένες τέτοιες παραβάσεις, που απαιτούν τιμωρία είναι οι εξής:
α) Αποχώρηση από τους αγώνες – η αποχώρηση από τους αγώνες, εκτός κι αν συντρέχει κάποιος ιδιαίτερα σημαντικός λόγος, είναι βαριά παράβαση και πρέπει να επισύρει αντίστοιχα βαριά ποινή, μια κι η αποχώρηση ενός παίκτη από τους αγώνες, αδικεί όλους τους υπόλοιπους συμμετέχοντες.
β) Μη προσέλευση στους αγώνες – όπως κι η προσέλευση με καθυστέρηση πάνω από μια ώρα, τιμωρείται με μηδενισμό του παίκτη στην παρτίδα που δεν προσήλθε. Τόσο η αποχώρηση, όσο κι η μη προσέλευση σε αγώνες, δείχνουν ολοκληρωτική έλλειψη φίλαθλου πνεύματος. Συνηθίζεται (με σχετική πρόβλεψη στην προκήρυξη αγώνων) να μην επιτρέπεται η απώλεια πάνω από δύο παρτίδες χωρίς λόγο, και παίκτης που μηδενίζεται για τρίτη φορά λόγω μη προσέλευσης να θεωρείται ότι αποχώρησε (με τις σχετικές συνέπειες). Σε τουρνουά με ελβετικό σύστημα μάλιστα θεωρείται ότι αποχώρησε ο παίκτης που δεν προσέρχεται μία φορά.
γ) Ανάλυση της παρτίδας στην αίθουσα των αγώνων – κάτι που ισχύει τόσο για τους παίκτες, όσο και για θεατές, όταν αυτοί έχουν τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με τους παίκτες και να τους κοινοποιήσουν τα αποτελέσματα της ανάλυσης της παρτίδας που παίζεται την ίδια στιγμή.
δ) Απομάκρυνση από τον αγωνιστικό χώρο – μια τέτοια πράξη επίσης θα έπρεπε να επισύρει ποινές μέχρι και το μηδενισμό του υπαίτιου, που, φεύγοντας από την αίθουσα των αγώνων κι όντας μακριά από κάθε έλεγχο του διαιτητή, μπορεί να συμβουλευτεί σημειώσεις, βιβλία ή με άλλο τρόπο να βοηθηθεί παράνομα.
ε) Απομάκρυνση από τη σκακιέρα – ο διαιτητής πρέπει να μην επιτρέπει την απομάκρυνση παίκτη που έχει την κίνηση από τη σκακιέρα του. Κάτι τέτοιο δημιουργεί υποψίες ότι ο παίκτης αυτός δέχεται παράνομα συμβουλές, κι ακόμα κι αν αποδειχτεί μια τέτοια υποψία αβάσιμη, ο αντίπαλός του δέχεται μια ψυχολογική πίεση.
στ) Συνομιλία με άλλους παίκτες, θεατές κλπ. – είναι φανερό ότι, ακόμα κι αν ένας παίκτης συζητάει με έναν άλλο παίκτη ή έναν θεατή για κάποιο άσχετο θέμα, στον αντίπαλό του που βρίσκεται καθισμένος πάνω στη σκακιέρα, δημιουργείται η εντύπωση ότι σχολιάζει την παρτίδα του. Ο διαιτητής πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και αυστηρός στην απαγόρευση των συνομιλιών ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας.
ζ) Κάθε ενόχληση του αντίπαλου – όπου, μπορεί να ενταχθούν σειρά από «τρόπους ενόχλησης», από διαρκείς προτάσεις ισοπαλίας και «φιλική κουβεντούλα» πάνω στη σκακιέρα μέχρι τους πολύ εκλεπτυσμένους τρόπους, π.χ. κάπνισμα πούρου που είναι γνωστό ότι ενοχλεί τον αντίπαλο. Βέβαια η FIDE προωθεί, ειδικά για το κάπνισμα, την ολοκληρωτική του απαγόρευση.
η) Προκαθορισμένα αποτελέσματα – το «φτιάξιμο» του αποτελέσματος μιας παρτίδας είναι βέβαια από τις μεγαλύτερες παραβάσεις των κανονισμών, αλλά και κάθε αθλητικής έννοιας. Δυστυχώς υπάρχουν πολλοί τρόποι να χάσει κάποιος ανέντιμος παίκτης μια παρτίδα: Παίζοντας μια «πατάτα», μια πολύ κακή, δηλαδή, κίνηση, ξεπερνώντας το όριο χρόνου σκέψης, γράφοντας μια ακατανόητη κρυφή κίνηση κλπ. Ένας έμπειρος διαιτητής θα είναι συχνά σε θέση να εκτιμήσει αν μια παρτίδα είναι «φτιαχτή» ή όχι – δεν θα μπορεί όμως να κάνει τίποτα χωρίς χειροπιαστές αποδείξεις.
Μια «φιλική» ισοπαλία από την άλλη μεριά, είναι πολύ πιο ήπια παράβαση κι οι αντιδράσεις του διαιτητή είναι πιο περιορισμένες. Μια ισοπαλία «σαλονιού» είναι συχνά μέρος της αγωνιστικής τακτικής, χρησιμεύοντας σαν ανάσα ξεκούρασης ή περισυλλογής για ένα παίκτη.
1.2.2. Πράξεις έξω από το «καλώς αγωνίζεσθαι»
Εδώ συναντάμε πράξεις έξω από τη σκακιστική ηθική, αν και όχι απαγορευμένες από τον Κανονισμό τους Κανόνες της FIDE. Μολονότι έξω από το ποινολόγιο, πράξεις όπως οι παρακάτω πρέπει τουλάχιστον να καταδικαστούν ηθικά:
α) Άρνηση της καθιερωμένης χειραψίας πριν και μετά την παρτίδα
β) Συστηματική καθυστερημένη προσέλευση για την έναρξη της παρτίδας
γ) Περιφρονητική συμπεριφορά προς τον αντίπαλο που κέρδισε την παρτίδα
δ) «Στήσιμο» μιας παγίδας και … ρεσιτάλ ηθοποιίας – μετάνοιας για το «μεγάλο σφάλμα»
ε) Εντατική προσήλωση – μελέτη μιας κίνησης στη μία πτέρυγα της σκακιέρα και, ξαφνικά, παίξιμο μιας κίνησης στην άλλη πλευρά
στ) Γράψιμο μιας κίνησης στο παρτιδόφυλλο κι εκτέλεση άλλης
ζ) Συνέχιση της παρτίδας ή γράψιμο κρυφής κίνησης σε απελπιστικές – ή σε φανερά ισόπαλες θέσεις
η) Μη προσέλευση για τη συνέχιση μιας παρτίδας που διακόπηκε
θ) Αφαίρεση ή πρόσθεση κινήσεων στο παρτιδόφυλλο για να εξαπατηθεί ο αντίπαλος στον αριθμό κινήσεων που έχουν παιχτεί
ι) Πρόταση ισοπαλίας από κάποιο που έχει χαμένη θέση
ια) Συμφωνία ισοπαλιών «σαλονιού» και αδιάφορο παιχνίδι, όταν χαθούν οι ελπίδες διάκρισης
ιβ) Γράψιμο αντί για κρυφή κίνηση μιας εγκατάλειψης. Πολλά ψυχολογικά τρυκ παίζονται εις βάρος ενός αντίπαλου, που κάτω από εξαιρετική πίεση χρόνου δεν συμπληρώνει τις κινήσεις του – παράλειψη κινήσεων ώστε ο αντίπαλος να παίζει βιαστικά περισσότερες κινήσεις απ’ όσες χρειάζεται, γράψιμο περισσότερων κινήσεων απ’ όσες έχουν παιχτεί για ν’ «αποκοιμηθεί» ο αντίπαλος, θεατρινίστικος τρόπος παιξίματος των κινήσεων κ.ά. Ψυχολογική πίεση ασκείται και με την άρνηση χειραψίας, την καθυστερημένη άφιξη, το περιφρονητικό κοίταγμα του αντίπαλου στη διάρκεια της παρτίδας. Αλλά κι η επιμονή να συνεχίζει κανένας μια φανερά χαμένη ή μια φανερά ισόπαλη θέση δε μπορεί να τιμωρηθεί από διαιτητή που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τονίσει στο «δράστη» ότι η πράξη του είναι άδικη για τον αντίπαλό του, τον οργανωτή και το σκακιστικό κοινό.
1.2.3. Παρατυπίες μέσα στην αγωνιστική τακτική
Πέρα από τις παραβάσεις ή παρατυπίες που αναφέρθηκαν παραπάνω, ένας παίκτης έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ορισμένα πλεονεκτήματα έξω από τη σκακιέρα – δυνατότητα όμως που του επιτρέπει ο κανονισμός. Αυτό που μετράει είναι τα μέσα να είναι τίμια και ηθικά. Για παράδειγμα, επιτρέπεται ένας παίκτης να κρύβει από τον αντίπαλό του – που είναι σε πίεση χρόνου και δεν συμπληρώνει κινήσεις – το δικό του παρτιδόφυλλο. Σε τελευταία ανάλυση, κάθε παίκτης έχει μια ορισμένη χρονική προθεσμία για να σκέφτεται – και να ενημερώνει το παρτιδόφυλλό του. Η πάλι αν ένας παίκτης παίξει την κίνησή του αλλά ξεχάσει να πατήσει το χρονόμετρό του, ο αντίπαλός του μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτή τη «δωρεά χρόνου» για να σκεφτεί καλύτερα την απάντησή του. Αγωνιστική τακτική είναι κι η απάντηση σε ρυθμό πολυβόλου στις κινήσεις του αντίπαλου, όταν κάποιος έχει χειρότερη θέση με «παγιδευτικές» δυνατότητες κι ο αντίπαλος πίεση χρόνου. – Προσοχή όμως στο γράψιμο κινήσεων! Οι κανόνες υποχρεώνουν τη γραφή κίνηση προς κίνηση!
Όλες αυτές οι ενέργειες, αποτελούν μέρος της ευρύτερης σκακιστικής αναμέτρησης, μιας πνευματικής μάχης ανάμεσα σε δύο ανθρώπους σε πολλά επίπεδα.
1.3. Προσόντα του διαιτητή/διευθυντή
Μελετώντας τις περιπτώσεις, όπως αυτές που αναφέρθηκαν πιο πριν, κι όπου πρέπει να δράσει ένας διαιτητής, αλλά και με γνώση των δυσχερειών που παρουσιάζει μια οργάνωση αγώνων, είναι φανερό ότι ένας διαιτητής/διευθυντής αγώνων πρέπει να έχει ορισμένες ικανότητες, να συγκεντρώνει χαρακτηριστικά προσόντα:
Από τη μια πρέπει να έχει τις απαιτούμενες σκακιστικές γνώσεις, από την άλλη ένα αίσθημα διπλωματίας και τακτ, ώστε να μην εφαρμόζει τις αποφάσεις του ψυχρά και τυπικά, αλλά με τον κατάλληλο για κάθε περίπτωση τρόπο. Είναι αδιανόητη η έλλειψη βαθιάς γνώσης στα τεχνικά – οργανωτικά θέματα, αλλά κι η άγνοια θεμάτων κανονισμών. Από την άλλη μεριά είναι όμως απαραίτητη κι η δύναμη στο χαρακτήρα, που θα επιτρέψει την ανταπόκριση στις απαιτήσεις της διαιτησίας με ηρεμία και αποφασιστικότητα. Δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιο αξίωμα που να επιτρέπει τη δημιουργία «αυθεντιών» – είναι , απλά και μόνο, ο χαρακτηρισμός μιας υπηρεσίας στο σκακιστικό αγωνιστικό κύκλωμα. Το κύρος είναι κάτι που αποκτάει ο κάθε διαιτητής με τη δουλειά του στο χώρο αυτό. Είναι κάτι που θα του το αναγνωρίσουν από την πρώτη στιγμή οι παίκτες σε ένα τουρνουά, μόλις νοιώσουν ότι έχουν να κάνουν με κάποιον που αντλεί την «εξουσία», τη δύναμή του, όχι από κάποιο κανονισμό αλλά από την κατάρτιση, τη γνώση, την πείρα του. Κάθε ένας – και μάλιστα από την αρχή του τουρνουά – πρέπει να νοιώσει ότι ο διαιτητής ξέρει τη δουλειά του, δε θα κάνει λάθη, δεν θα επηρεαστεί από «τρίτους», δε θα κρίνει ανάλογα με την «ειδική βαρύτητα» του παίκτη. Φυσικά, ο διαιτητής μπορεί να έχει αυτό το αίσθημα ηρεμίας κι αποφασιστικότητας, μόνον όταν ο ίδιος είναι σίγουρος για τον εαυτό του, τις γνώσεις του, την ικανότητά του. Απαραίτητη είναι πάντως μια πρακτική εξάσκηση. Συχνά, μολονότι έχει την τεχνική κατάρτιση ένας διαιτητής σφάλλει, γιατί στην κρίσιμη στιγμή δεν προλαβαίνει να εφαρμόσει στη πράξη τη θεωρητική απόφαση για το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Είναι σημαντικό ακόμα, να θυμάται κανείς, πως ιδιαίτερα σε διαμάχες γύρω από θέματα κανονισμών, οι ίδιοι οι παίκτες (και συχνά και αμέτοχοι τρίτοι, θεατές, κ.ά.) βρίσκονται σε μια έντονη ψυχολογική κατάσταση εσωτερικών πιέσεων. Με τη συσσώρευση ψυχολογικών εντάσεων μειώνεται η δυνατότητα λογικών κρίσεων και αποφάσεων – έτσι η πρώτη δουλειά σε ένα τέτοιο επεισόδιο είναι το καλμάρισμα των νεύρων, η αποφυγή συγκρούσεων και εκρήξεων. Αν γίνεται, ο διαιτητής θα πρέπει να πάρει παράμερα του διαπληκτιζόμενους, για ν’ αποφευχθεί μια γενίκευση της αναστάτωσης στους άλλους παίκτες.
Όπως σε κάθε άλλη αθλητική συνάντηση και στους σκακιστικούς αγώνες ισχύει το γνωμικό ότι: Όσο καλύτερος ο διαιτητής, τόσο λιγότερα τα προβλήματα.
Χρησιμοποιήσαμε μέχρι τώρα τους όρους διευθυντής και διαιτητής αγώνων σχεδόν παράλληλα. Στην πραγματικότητα οι όροι δεν είναι ισοδύναμοι. Ο διευθυντής αγώνων έχει ευρύτερες αρμοδιότητες – κι ανάμεσα σ’ αυτές μπορεί να είναι κι οι αρμοδιότητες του διαιτητή. Όμως, έχει κι άλλες αρμοδιότητες, όπως για παράδειγμα την πρόσκληση των παικτών, την προετοιμασία των αγώνων, την εξασφάλιση υλικού κλπ. Σε μεγάλες διοργανώσεις οι δουλειές μοιράζονται σε περισσότερα άτομα, συχνά δημιουργείται ένα οργανωτικό επιτελείο κι ο επικεφαλής είναι κι ο κύριος διαιτητής των αγώνων.
Επιλογικά: Τα περισσότερα προβλήματα ιδιαίτερα σε χαμηλές κατηγορίες σκακιστών προκύπτουν από ελλιπή γνώση κανονισμών. Γι’ αυτό, ο διαιτητής πρέπει να μην κρατάει στεγανά στη δουλειά του, αλλά να επιδιώκει, όσο το δυνατό περισσότεροι σκακιστές να γνωρίσουν τα «μυστικά» της τέχνης.
1.3.1 Ο διευθυντής αγώνων – περιληπτικά:
α) Ο διευθυντής αγώνων είναι:
- Σχεδιαστής/Οργανωτής
- Συντονιστής
- Μάνατζερ
- Διαιτητής
- Σύμβουλος/Συμπαραστάτης
- Πρότυπο
- Σωστή και τεκμηριωμένη κρίση
- Αποφασιστικότητα και όχι συνδιαλλακτικότητα
- Είναι φιλικός αλλά όχι υποχωρητικός
- Δε δείχνει «συναδελφικότητα» με κακή έννοια
- Πειθώ
- Σταθερότητα
- Δεν διατάζει
- Αντικειμενικότητα και τακτ
- Τέλεια γνώση των Κανονισμών της FIDE και των ερμηνειών τουΣιγουριά
- Σύμβουλος και βοηθός σ’ όλα τα μικρά και μεγάλα θέματα που έχουν σχέση με το τουρνουά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου